- σπυριδοφόρος
- σπῠρῐδοφόρος, ον,A basket-carrying,
παιδάρια BGU1290.25
(ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδάρια BGU1290.25
(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπυριδοφόρος — και σφυριδοφόρος, ον, Α αυτός που κρατάει καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος / σφυρίς «καλάθι» + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σφυριδοφόρος — ον, Α βλ. σπυριδοφόρος … Dictionary of Greek